- γλουτίνη
- η желатин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλβουμοειδή — Φαρμακευτική ονομασία σειράς σωμάτων που έχουν στενή σχέση με τα λευκωματοσώματα και αποτελούν τα συστατικά πολλών ιστών, όπως του συνδετικού ιστού, των χονδροκυττάρων, του κερατοειδούς ιστού, των τενόντων κ.ά. Στα σώματα αυτά ανήκουν η γλουτίνη … Dictionary of Greek
γλουταμινικό οξύ — Αμινοξύ που προέρχεται από τη γλουτίνη του σιταριού. Έχει χημικό τύπο ΗΟΟCCH2CH2CH(NH2)COOH και ανήκει στα αρνητικά φορτισμένα αμινοξέα. Συμβολίζεται διεθνώς ως Glu ή με το γράμμα Ε. Αν και δεν παρέχει ουσιώδη συμβολή στα βιολογικά φαινόμενα της… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek